- επιβατηγός
- -ό (AM ἐπιβατηγός, -όν)αυτός που μεταφέρει επιβάτεςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγόμεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ-ός (< βαίνω) + -ηγός (< άγω, πρβλ. κυν-ηγός, φορτ-ηγός)].
Dictionary of Greek. 2013.